- τεμνουσῶν
- τέμνωcutpres part act fem gen pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κογχοειδής — (Μαθημ.). Χαρακτηρίζεται έτσι η καμπύλη που παράγεται κατά τον εξής τρόπο: έστω Γ μια τυχαία καμπύλη (του χώρου, γενικά) και ένα τυχαίο σημείο Ο. Έστω Ν ένα σημείο της Γ. Επάνω στην ευθεία ON παίρνουμε (NM) = μ (δοθέν μήκος). Τότε, καθώς το Ν… … Dictionary of Greek
Μαυρόλυκος, Φραγκίσκος — (Μεσσήνη Ιταλίας 1494 – 1575). Μαθηματικός. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη αλλά οι γονείς του μετά την Άλωση εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία. Ακολούθησε τον ιερατικό κλάδο, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με μαθηματικές μελέτες. Μετά από πρόσκληση… … Dictionary of Greek